οξυβενζόλιο

οξυβενζόλιο
και οξυβενζένιο, το
χημ. κλάσμα τής απόσταξης τής λιθανθρακόπισσας, που ζέει κάτω από τους 170°C και αποτελείται κυρίως από μίγμα βενζολίου, το
λουολίου και ξυλολίων, αλλ. βενζόλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”